- αργοποιός
- ἀργοποιός, -όν (Α)αυτός που κάνει κάποιον να γίνει νωθρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀργοποιόν — ἀργοποιός making idle masc/fem acc sg ἀργοποιός making idle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek